καγκελαρία

καγκελαρία
Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ. απαντά για πρώτη φορά κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και συγκεκριμένα κατά την περίοδο της βασιλείας του Κλαυδίου. Η οργάνωσή της οφειλόταν στους απελεύθερους και περιλάμβανε τέσσερα μεγάλα γραφεία. Αυτά ήταν αρμόδια για τη διοικητική αλληλογραφία (ab epistulis), για τις απαντήσεις στις αιτήσεις οι οποίες απευθύνονταν στον αυτοκράτορα (a libelis), για τη διεξαγωγή των ανακρίσεων που αφορούσαν υποθέσεις του αυτοκρατορικού δικαστηρίου (a cognitionibus) και για την εξασφάλιση των απαραίτητων στοιχείων για την έκδοση των αυτοκρατορικών αποφάσεων (a studiis). Toν 2o αι., κατά την περίοδο της βασιλείας του Αδριανού, η αυτοκρατορική κ. εξελίχθηκε σε σημαντική υπηρεσία του κράτους με την ανάθεση της διεύθυνσης των γραφείων όχι πλέον σε απελεύθερους αλλά σε ιππείς. Μετά τις βαρβαρικές επιδρομές, οι αρχηγοί των βαρβάρων ίδρυσαν και αυτοί κ. βάσει του προτύπου των αντίστοιχων υπηρεσιών των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Κατά τη μεροβίγγεια εποχή την κ. αποτελούσαν ορισμένα γραφεία, επικεφαλής των οποίων ήταν κατώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, ενώ κατά την εποχή του Καρλομάγνου η κ. απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και εντάχθηκε στις υπηρεσίες του βασιλικού παρεκκλησιού. Ο θεσμός της κ. αναπτύχθηκε επίσης στη Γαλλία κατά τους χρόνους των Καπετιδών, οπότε αυτονομήθηκε από το βασιλικό παρεκκλήσιο, και κατά την περίοδο της βασιλείας του Φιλίππου του Ωραίου. Τότε, το προσωπικό της, που απαρτιζόταν αποκλειστικά από κληρικούς, διευρύνθηκε με τη συμμετοχή και κοσμικών υπαλλήλων. Στην Ελλάδα το καθεστώς της κ. εμφανίστηκε στα νησιά του Αιγαίου κατά την εποχή της φραγκοκρατίας και διατηρήθηκε και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Συγκεκριμένα στην Ύδρα, στα Ψαρά, στη Σαντορίνη, στις Σπέτσες, στην Κάσο, στην Τήνο και στη Νάξο έδρευαν διοικητικές υπηρεσίες ανάλογες με την κ., οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με το έργο της συγκέντρωσης των φόρων, της στρατολογίας πληρωμάτων για τον τουρκικό στόλο και της αντιμετώπισης ζητημάτων σχετικά με τη ναυτιλιακή κίνηση. Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 συγκροτήθηκαν και λειτούργησαν για ένα μικρό χρονικό διάστημα κ. στη Λιβαδειά και στο Άργος.
* * *
η (Μ καγκελ[λ]αρία) [καγκελάριος]
νεοελλ.
1. το σύνολο τών υπηρεσιών τού πρωθυπουργού μιας χώρας σε όσα κράτη αυτός ονομάζεται καγκελάριος
2. το δημόσιο κτήριο όπου βρίσκονται τα γραφεία τού καγκελαρίου
3. γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου
4. (ειδ.) το υπουργείο τών Εξωτερικών στα κράτη στα οποία ο πρωθυπουργός ονομάζεται καγκελάριος ή αρχικαγκελάριος
μσν.
1. το επάγγελμα τού συμβολαιογράφου
2. το γραφείο τού συμβολαιογράφου, το συμβολαιογραφείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καγκελαρία — η το αξίωμα και το μέγαρο στο οποίο έχουν εγκατασταθεί τα γραφεία του καγκελάριου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνωστάκης — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Πλοίαρχος που καταγόταν από την Κρήτη. Τον Μάιο του 1821 διορίστηκε από την Καγκελαρία της Κρήτης μέλος της ναυτικής επιτροπής, για να έχει τη γενική διαχείριση των επιχειρήσεων της θάλασσας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • Καλλονάς, Γρηγόριος — Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός από την Κρήτη. Στη διάρκεια της Επανάστασης μετέβη στις Κυκλάδες για να στρατολογήσει Κυκλαδίτες για τον Αγώνα. Παράλληλα, η καγκελαρία των Σπετσών, με την οποία συνεργαζόταν, του εμπιστεύθηκε την οργάνωση των… …   Dictionary of Greek

  • Μπαϊρόιτ — (Bayreuth). Πόλη (75.400 κάτ.) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα της Άνω Φραγκονίας, 65 χλμ. ΒΑ της Νυρεμβέργης. Ιδρύθηκε το 1194 από τον επίσκοπο Όθωνα B’ του Μπάμπεργκ και κοσμήθηκε με λαμπρά έργα τέχνης κυρίως από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”